- σχηματοθήκη
- σχηματο-θήκη, ἡ, Magazin, Vorratskammer von Gestalten, Gebärden, Grimassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχηματοθήκη — ἡ, Α (ως προσωνυμία κόλακα που παίρνει διάφορες υποκριτικές μορφές) αποθήκη σχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + θήκη (πρβλ. βιβλιο θήχη)] … Dictionary of Greek
σχηματοθήκην — σχηματοθήκη magazine of gestures fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek